ΤΩΝ ΓΟΥΡΟΥΝΙΩΝ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ
Στα χνάρια που βαδίζει τ’ ολόγιομο ωχρό φεγγάρι
Σε δρόμους ουράνιους πανάρχαιους γαλακτερούς,
Με φώτα δανεικά από έναν ήλιο που κοιμάται πίσω απ’ τον κόσμο που τον νιώθει
Και με συνοιδοιπόρους γίγαντες να σηματοδοτούν το διάβα,
Αλντεμπαράν κι Αυγερινός
Ωρίωνας κι Αντάρης,
Αλλά κι αστέρια νοτερά που στο Βορρά δεν ξέρουν,
Περνούν οι νύχτες ξάγρυπνες για όσους υποφέρουν…
Άλλοι σε καλντερίμια σκοτεινά με φώτα άλικα να θέλγουν,
Σάρκες και ψυχές μαζί, να μπλέκονται κουβάρι,
Κι άλλοι σε νοτισμένα καπηλειά απ’τη θαλασσινή αρμύρα,
Να πίνουνε με τις οκάδες το κρασί και να μοιρολογάνε,
Το κείνο και το τούτο τους, την κόρη που δεν θέλει,
Την αγάπη που πια χάθηκε και κείνη που δεν ήρθε,
Ελπίδα για το αύριο και τις δουλειές τις νέες,
Τις απόκληρες αλλά και τις ζηλεμένες…
Κι από κοντά στην ξαγρυπνιά , κι οι αλέγκροι φωνακλάδες,
Πιο νέοι πιο μποέμηδες και πιο καταφερτζήδες,
Κι άλλοι τραβούν για το Ντεπό με τα ποτά στο χέρι,
Με τσιγάρα που ο νόμος αγαπά αλλά κι αυτά που κυνηγάει,
Αλλά και πάλι κλείνοντας με νόημα το μάτι ,
Σ’αυτούς που την πουστιά στο είναι τους την έχουν,
Και με τον νόμο νόμιμοι και ηθικοί συνάμα,
Με την βρωμιά που πλένονται τα χνώτα τους μυρίζουν,
Μα τις οσμές των κουναβιών μ’ αρώματα ντυμένες,
Δεν θα τις πάρεις μυρωδιά πόσο βαθειά χωμένες,
Στη λάσπη είναι της άγνωρης κι απόλυτης αλήθειας….
Κάπου εκεί στο σκηνικό που στον κόσμο θεατρεύει,
Σε μια ακρούλα κάθομαι θλιμμένος να λογάω,
Ούτε τσιγάρα νόμιμα αλλά ούτε και της πιάτσας,
Μα ούτε και οινόπνευμα που να με συντροφεύει,
Με μια κιθάρα μοναχά να προσπαθώ να τραγουδήσω,
Τα λόγια μιας ωδής που ποτέ δεν κάναν ρίμα,
Για όσα βλέπει ο θνητός και δεν μπορεί να κρίνει,
Τα κείνα και τ’ αλλιώτικα τα χιλιοστραβωμένα,
Τον πόνο, την θλίψη, τον καημό που λίγοι τα βιώσαν,
Εκείνοι που δεν πόνεσαν , τα μάτια τους τα κλείνουν
Ή κι ορθάνοιχτα να τα κρατούν, λίγα μπορούν να πιάσουν,
Γιατί όπως κι ο ποιητής σα κάποτε το είπε*,
Αν έχεις μάτια γουρουνιού, όλα γουρουνίσια φαίνονται πως είναι…..
*(Lord Byron)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου